- πρωτόπτεροι
- Δίπνευστα ψάρια της οικογένειας των λεπιδοσειρηνιδών. Τα λίγα είδη π. ζουν στην τροπική Αφρική· ένα από τα γνωστότερα είναι ο π. ο αιθιοπικός, αρκετά κοινός στις περιοχές που περιλαμβάνονται μεταξύ του νότιου Σουδάν και της Nοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Ο π. αυτός, που έχει μήκος κατά μέσον όρο 90 εκ., κατά τη διάρκεια της υγρής εποχής ζει γενικά στους βυθούς λιμνών, τελμάτων και ελών και τρέφεται κυρίως με ψάρια, αμφίβια και τις προνύμφες τους, σκουλήκια και μαλάκια. Όταν, κατά την ξηρή εποχή, δεν υπάρχει νερό, ο π. σκάβει στη λάσπη μια τρύπα βάθους περίπου 50 εκ., όπου παραμένει σε λήθαργο, αναπνέοντας ατμοσφαιρικό αέρα, μέχρι να επανέλθουν τα νερά.
Είδη με όμοιες συνήθειες είναι ο π. ο αμφίβιος της ανατολικής Αφρικής και ο π. ο προσδένων, που ζει στις δυτικές περιοχές της Αφρικής· ο π. ο δολόειος, που είναι διαδεδομένος στη λεκάνη του Ζαΐρ, ζει σε ζώνες στις οποίες υπάρχει πάντα νερό, επειδή δεν βυθίζεται ποτέ στον βούρκο. Εξαιτίας του εύγευστου κρέατός τους, οι π. υφίστανται εντατικό κυνήγι από τους ιθαγενείς, οι οποίοι, κατά την ξηρή εποχή, τους πιάνουν εύκολα σκάβοντας κάτω από το μικρό άνοιγμα που προδίδει τη φωλιά τους στην επιφάνεια της λάσπης.
Ο πρωτόπτερος ο δολόειος, ψάρι του ποταμού Ζαΐρ.
Dictionary of Greek. 2013.